- ύπανδρος
- -η, -ο / ὕπανδρος, -ον, ΝΑσυζευγμένος, έγγαμος, παντρεμένοςαρχ.1. (για γυναίκα) άσωτη, αχρεία («γύναια ὕπανδρα», Πλούτ.)2. θηλυπρεπής, γυναικώδης («ἀγωγὴ οἰκουρὸς καὶ ὕπανδρος», Διόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)-* + -ανδρος (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. άν-ανδρος].
Dictionary of Greek. 2013.